ΤΡΕΧΟΥΜΕΝΑ
Οι κυβερνήσεις και οι ποικίλοι οργανισμοί προστασίας του περιβάλλοντος στις αναπτυγμένες, ακόμα και στις αναπτυσσόμενες χώρες, ωρύονται κρούοντας κώδωνες κινδύνου – και σειρήνες ενίοτε – περί της μείωσης των υδάτινων πόρων αυτού του πλανήτη. Κάθε τόσο, εδώ και δύο δεκαετίες, περίπου, κυκλοφορούν διάφορα άκρως ανησυχητικά ενημερωτικά φυλλάδια με πληθώρα προτάσεων οικονομίας στην κατανάλωση του νερού. Οι εν λόγω προτάσεις απευθύνονται στα νοικοκυριά, στους πολίτες, στους κατοίκους. Δηλαδή στους ιδιώτες. Τα ΜΜΕ, επίσης, συχνά-πυκνά, αναφέρονται, με τον πάγια καταστροφολογικό τους τρόπο, στο στέρεμα των υδάτινων πηγών, παροτρύνοντας το κοινό τους σε οικονομία κατανάλωσης νερού, με διάφορους τρόπους, συχνά πρακτικότατους.
Η Ελλάδα είναι μια ανεπτυγμένη χώρα. (Δεν θα σχολιάσουμε εδώ το πώς, από ποιους και με ποια κριτήρια ορίζεται το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας.) Σαν τέτοια, υποχρεούται να διαθέτει μεγάλη οικολογική ευαισθησία, την οποία και επιδεικνύει με την υποκρισία και με την αναποτελεσματικότητα που οι δυτικές κοινωνίες αρέσκονται να αποκαλούν με το παρατσούκλι «πολιτική ορθότητα», γενικά, αόριστα και συνήθως ανήθικα. Στα πλαίσια της οικολογικής ευαισθητοποίησης είναι πολιτικά ορθό να παροτρύνει τους πολίτες της, δηλαδή τους ιδιώτες, σε οικονομία νερού. Το νερό που καταναλώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά παρέχεται είτε από την ΕΥΔΑΠ, ή από τους οργανισμούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίοι βάζουν πρόστιμα στα νοικοκυριά που πραγματοποιούν υπερβολική κατανάλωση, δηλαδή στους ιδιώτες πελάτες τους. Αν παρατηρηθεί πιθανότητα διαρροής στο υδραυλικό σύστημα του υδροδοτούμενου οικήματος, η οποία συνεπάγεται υπερβολικά, έως αστρονομικά αυξημένο τιμολόγιο για το εν λόγω νοικοκυριό, ο πελάτης ενημερώνεται στο τέλος του τριμήνου ή τετραμήνου – αφού τού έχει χρεωθεί η μεγάλη ποσότητα νερού που χάθηκε – με την έκδοση του λογαριασμού και καλείται να ελέγξει την υδραυλική του εγκατάσταση και να την επιδιορθώσει.
Η κατασπατάληση των υδάτινων πόρων από την ίδια την ΕΥΔΑΠ και από τους Δήμους και τις Κοινότητες δεν ελέγχεται από κάποια Αρχή. Οπότε, όταν συμβαίνει, απλά συμβαίνει. Για παράδειγμα, πολλά αυτοπότιστα συστήματα σε πολλά δημόσια και συνήθως δημοτικά πάρκα, πρασιές και φυτεμένες νησίδες λεωφόρων λειτουργούν ελαττωματικά, ποτίζοντας την άσφαλτο, μπουγελώνοντας τους περαστικούς και αποξηραίνοντας θλιβερά το πάρκο, τη νησίδα, τη ζαρντινιέρα. Επειδή δεν υπάρχει επιβλέπουσα Αρχή, αναλαμβάνει και αυτή την ευθύνη ο δημότης-πολίτης-ιδιώτης. Ο οποίος
τηλεφωνεί στο Δημοτικό Κατάστημα για να αναφέρει το γεγονός και να ζητήσει να διορθωθεί η βλάβη. Ένα τέτοιο τηλεφώνημα, θα του κοστίσει, κατά μέσον όρο, μισή ώρα πολύτιμου χρόνου και τηλεφωνικής χρέωσης, καθώς θα περάσει από μια μεγάλη σειρά ανεύθυνων οι οποίοι θα το παραπέμπουν στον υπεύθυνο. Σημειωτέον, ότι τα γραφεία αυτών των κοινής ωφελείας επιχειρήσεων λειτουργούν για το κοινό από τις οκτώ το πρωί ως τη μία το μεσημέρι. Δηλαδή, για να επικοινωνήσεις μαζί τους διακόπτεις τη δουλειά σου. Όταν, ο ευσυνείδητος πολίτης θα έχει φτάσει στον υπεύθυνο, αυτός θα τον ακούσει με στιλ υπερπασχολημένου και φρικτά βαριεστημένου διευθυντού και θα τού πει τη φράση κλισέ: «θα το κοιτάξουμε». Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, όλα αυτά τα χρόνια και μετά από πολλά τηλεφωνήματα σε Δήμους και ΕΥΔΑΠ, οι υπεύθυνοι τηρούν την υπόσχεσή τους. Απλά, «το κοιτάνε» να τρέχει και να πιτσιλάει τον κόσμο. Φαντάζομαι πως θα σπάνε μεγάλη πλάκα με τα μπουγέλα που τρώνε οι ανυποψίαστοι πολίτες από τους πίδακες-φαντάσματα των αυτοπότιστων. Μεγαλύτερη πλάκα θα έχουν οι πολίτες που πέφτουν στις λιμνούλες που σχηματίζονται στις λακκούβες της ασφάλτου των αφώτιστων δρόμων. Απ’ ό,τι γνωρίζω, οι κακοφτιαγμένοι δρόμοι, τα ημιπότιστα πάρκα και το νερό που ρέει στη χώρα μας, είναι περιουσία του Ελληνικού Λαού, δηλαδή των εν λόγω πολιτών – ιδιωτών.