"...Ένιωσε την κούραση,
μόλις έκλεισε την πόρτα του δωματίου της. Ούτε τη βραδινή της τουαλέτα δεν είχε
το κουράγιο να κάνει. Μπήκε στον πειρασμό να πέσει κατευθείαν στο κρεβάτι… Όχι,…
πρέπει να βγω στο μπαλκόνι. Αποκλείεται να πέσω να κοιμηθώ, πριν απολαύσω τη
θέα από το δωμάτιό μου. Εξάλλου, πρέπει να καληνυχτίσω την Πανσέληνο.
Τη χάρηκα σ’ όλη τη
διαδρομή. Μάλλον, στη μισή διαδρομή. Στην άλλη μισή, μου κρυβόταν μ’ αυτήν τη
φωτεινά μαρτυριάρικη απουσία της... Τα Άγραφα, με ελάχιστο χιόνι να διακρίνεται
ακόμα στις κορφές τους. Τα δέντρα, ντυμένα τη βραδινή τους φορεσιά, που
καταπίνει το πράσινο, μα δεν το καταργεί. Από κάτω, η Λίμνη προσπαθεί να
κοιμηθεί, μα τα βατράχια, σε αόρατες παρέες εδώ κι εκεί, την ξεκουφαίνουν. Σαν
ερωτικός σύντροφος, που μετά την ηδονική κορύφωση σε αγκαλιάζει, κι ώσπου να
κουρνιάσεις εσύ, αρχίζει το... ροχαλητό. Δεν θυμώνεις, γιατί είναι τόσο
χαριτωμένος. Ευάλωτα χαριτωμένος. Έτσι κι η Λίμνη, ευχαριστημένη από τη μέρα
της, χαμογελά στα βατραχάκια της κάνοντας πως κοιμάται, για να την πάρει ο
ύπνος.
Υπέροχη διαδρομή.
Ο Νίκος σταμάτησε το
αυτοκίνητο σε κείνο ακριβώς το σημείο που είχαμε σταματήσει τότε, η “Αγία
Τετράς” σε μια χειμωνιάτικη εκδρομή. Ήταν χιονισμένο το τοπίο. Όλα κατάλευκα
και πυκνή ομίχλη. Είχαμε περπατήσει, τα δυο ζευγάρια, αγκαλιασμένοι ώς την όχθη
της Λίμνης.
Θα ’θελα απόψε να ’ναι
το φεγγάρι πάνω από το βουνό, ή στη μέση του ουρανού, διπλό. Ένα πάνω κι ένα
κάτω, πνιγμένο, αντικατοπτρικό.
Το φεγγάρι ήταν από την
άλλη πλευρά, μα η Λίμνη δεν το χρειαζόταν. Ήταν τόσο όμορφη έτσι, λιτή – ο
εαυτός της. Ένα παραπάνω στολίδι θα τη μετέτρεπε σε φτηνή, φτιασιδωμένη
γκόμενα. Δεν είναι φιλάρεσκη η Λίμνη. Είναι όμορφη.
Κατέβηκα να περπατήσω ως
την όχθη. Ο Νίκος, δίπλα μου. Φύλακας-Άγγελος. Προσωποποιημένη μεταγλώττιση των
νεανικών αναμνήσεων στη σημερινή, ώριμη γλώσσα της ψυχής. Εκπρόσωπος των πιο
όμορφων χρόνων της ζωής μου. Περπατά δίπλα μου, διακριτικός και τρυφερά
μελαγχολικός. Τα νιάτα μας, μια όμορφη ζωγραφιά στο μυαλό και την ψυχή. Η ίδια
ζωγραφιά ανεξίτηλα αποτυπωμένη σε τέσσερις ψυχούλες.
Φτάσαμε στην όχθη. Απαλές
καμπύλες ολόγυρα, και το νερό λείο, γυάλινο. Δυο δέντρα διακόπτουν τη γαλήνη,
προσδίδοντας τόνους οξείς στο τοπίο. Δυο δέντρα που στο αραιό σκοτάδι έχουν
μασκαρευτεί στις γραφιστικές απεικονίσεις τους.
Όλοι οι τόνοι του γκρι.
Τι πλούσιο χρώμα, το γκρι της νύχτας, στη Φύση! Μαλακό, βελούδινο. Τούτο το
γκρι, απόψε το βράδυ, δεν είναι το ίδιο χρώμα. Είναι αρμονική συνεύρεση
χρωμάτων με γκρι αποτέλεσμα. Είναι ο προάγγελος της χρωματικής επανάστασης που
θα δω το πρωί. Επανάσταση σε ανακωχή νυχτερινής ραστώνης. Είναι το κόκκινο, το
κίτρινο, το μπλε που θα δω το πρωί...
Καθώς θα ξημερώνει, η
Φύση θα ξεκουμπώνει ένα-ένα τα χιλιάδες κουμπάκια του νυχτικού της, αργά,
νωχελικά, προϊδεάζοντάς με για τη χρωματική πανδαισία που θα δουν τα μάτια μου.
Μόλις όμως σκάσει μύτη ο Ήλιος, εκείνη θα δώσει μια στο νυχτικό της και θα το
πετάξει από πάνω της, αδιαφορώντας για τα σπασμένα κουμπάκια και τις σκισμένες
κουμπότρυπες. Εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή, όλα τα χρώματα θα μπουν στα
μάτια μου.
Κοιτάζω την Πανσέληνο
και αναπολώ την πρόσφατη ανάμνηση της διαδρομής. Κοιτάζω την Πανσέληνο από τη
βεράντα μου, προσπαθώντας να μετρήσω τα ολόγιομα φεγγάρια της ζωής μου. Πνίγομαι
ζαλιστικά σε χιλιάδες ασημόλευκους δίσκους.
Απόλυτη ησυχία. Το
φεγγάρι μου, το μπαλκόνι μου, ένα μαρμάρινο τραπεζάκι, σε σιδερένια βάση και
δυο καρέκλες, αντικριστά. Η ψάθινη ξαπλώστρα κι η κουνιστή πολυθρόνα μου στην
άλλη γωνία. Ένα αεράκι που έχει ξεκινήσει κρύο από τις βουνοκορφές και
ξεθυμαίνει, κατεβαίνοντας εδώ. Έχω ανατριχιάσει.
Οι φεγγαρόκυκλοι αραιώνουν
στο πεδίο της μνήμης και, λιγοστεύοντας, καταλήγουν σε κείνη την Πανσέληνο που
φώτιζε μονάχα μια βαρκούλα, στη μέση της θάλασσας. Το νυσταγμένο μου μυαλό
αναπολεί, κι εκεί που πάει να νοσταλγήσει το ζευγάρι της βάρκας, ένα κοτσύφι
κελαηδά, καταργώντας το χτες. Ένα μικρούλι, ξενύχτικο κοτσυφάκι μου λέει πως το
χτες είναι φεγγάρι παλιό που δεν θα ξαναφωτίσει τη νύχτα. Πανσέληνος κλειδωμένη
στο κουτάκι της μνήμης.
Κάθε Πανσέληνος είναι
μοναδική κι ανεπανάληπτη.
Από τούτο το μπαλκόνι,
το φεγγάρι θα αλλάζει σχήμα και μέγεθος κάθε βράδυ, μέχρι να μηδενιστεί και
πάλι από την αρχή, μέχρι να ολοκληρωθεί. Αέναα. Το φεγγάρι είναι γοητευτικό,
επιπόλαια μεταβαλλόμενο κι ετερόφωτο.
Από τούτο το μπαλκόνι,
ανατέλλει κάθε πρωί ο Ήλιος ολόκληρος. Ο Ήλιος είναι ο εαυτός του.
Όπου να ’ναι, ξημερώνει
η καινούρια μέρα..."
Απόσπασμα από "ΚΙΤΡΙΝΟ ΦΟΡΕΜΑ ΣΟΥΕΝΤ"-Μυθιστόρημα_ΠΚΒ 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου