Απεχθεστάτη μου Άννα,
Δεν είναι η ντροπή που σού αγρίεψε το βλέμμα. Είναι που έχεις εκτροχιαστεί
και θες να πιεις και αίμα. Αμ, δε, μανάρα μου! Δεν σφάξανε! (κ υ ρ ι ο λ ε κ τ
ώ!) Δε σφάξανε, μεν, για πάρτη σου, θα σφαχτούμε δε, αν συνεχίσεις να ενοχλείς
τα παιδιά μας και να προκαλείς απαξάπαντες τους πολίτες, με τις κατίνικες
απειλές σου. Τις εφηβικές μούντζες και την απαξίωση στο βλέμμα των μαθητών, δες
τα σαν απλά οπτικά εφέ. Βράζει το ελληνικό σύμπαν κι η κατσαρόλα έτοιμη είναι
να εκραγεί! Ναι, κούκλα μου. Δηλαδή, πρώην κούκλα μου, διότι, ως γνωστόν, η
ψυχή του ανθρώπου καθρεφτίζεται στο πρόσωπό του, λέει ο λαός. Εγώ, που έχω τις
δικές μου απόψεις για τη ζωή, λέω πως στο πρόσωπο του ανθρώπου καθρεφτίζονται οι
προθέσεις του. Η ψυχή είναι αενάως θεϊκή και πάναγνη και ας την αφήνουμε στην
ουράνια ησυχία της. Οι προσωπικότητες μας είναι που φανερώνονται στα προσωπάκια
μας, ή οι παλιοχαρακτήρες μας στις σκατόφατσές μας, κατά περίπτωση.
Ρε μάνα μου, στάζεις κακία και εκδικητικότητα προς πάσα κατεύθυνση. Πως το
αντέχεις να είσαι αυτό που κατάντησες να είσαι; Όλους θέλεις να τους τιμωρήσεις
και κουνάς το δάχτυλο, πράγμα που δεν είναι ευγενικό και προδίδει την ανύπαρκτη
αγωγή σου. Η ανύπαρκτη παιδεία σου, δε, είναι ορατή στην άγνοιά σου της
Ελληνικής Γλώσσας. Το ρήμα «παιδεύω» δεν σημαίνει ταλαιπωρώ, βασανίζω, τιμωρώ,
στερώ, όπως το στενό, προφανώς απαίδευτο και αδικαιολόγητα φιλόδοξο μυαλουδάκι
σου έχει αντιληφθεί.
Αγαπητή μου Άννα, θα έγραφα, ξεκινώντας αυτή την επιστολή την οποία σου
γράφω από τα χαρακώματα, αλλά δεν συνηθίζω να ψεύδομαι, σε αντίθεση με σένα και
το επικηρυγμένο ασκέρι σας. Αηδία μού προκαλείτε, όλοι μαζί κι ένας-ένας,
χωριστά. Αηδία, σιχαμάρα, αναγούλα.