«όρκος»: 1. επίκληση του ονόματος του Θεού,
ενός προσώπου, συνήθ. ιερού, ή μιας ηθικής αξίας, την οποία κάνει κάποιος για
να ενισχύσει την εγκυρότητα μιας μαρτυρίας ή υπόσχεσής του ή γενικά για να
αποδείξει την ειλικρίνειά του: 2.
επίσημο κείμενο που περιέχει ένορκη υπόσχεση για τήρηση ορισμένων αρχών ή
καθηκόντων.
Πολιτικός Όρκος Πρωθυπουργού και Κυβερνήσεων της Ελλάδας:
«Διαβεβαιώνω στην τιμή και την συνείδησή μου ότι θα τηρώ το Σύνταγμα και τους
Νόμους και ότι θα υπηρετώ το γενικό συμφέρον του Ελληνικού Λαού.»
Θρησκευτικός Όρκος Πρωθυπουργού και Κυβερνήσεων της Ελλάδας:
«Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος να τηρώ το Σύνταγμα και
τους Νόμους και να υπηρετώ το γενικό συμφέρον του Ελληνικού λαού.»
Συνεπώς, αγαπητέ Ελληνικέ Λαέ, δικαιούσαι να λάβεις τα
νόμιμα μέτρα σου εναντίον όλων όσοι παραβαίνουν, διαχρονικά και στο παρόν, τον
όρκο που δίνουν στο όνομα της αμφισβητήσιμης τιμής και της ανύπαρκτης
συνείδησής τους, καθώς και στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος, στην
οποία αναφέρονται με κατάδηλη ασέβεια.
Δηλαδή, αγαπητέ Ελληνικέ Λαέ, κοντόφθαλμε και αμνήμονα, θα
παραμείνεις δυστυχής παρατηρητής της καταπάτησης του Συντάγματος και της
ακατάπαυστης ψήφισης τιμωρητικών, αντεθνικών νόμων από άσχετους κι αδιάβαστους
τυχάρπαστους;