Εκ βαθέων προβληματισμός εν
δυνάμει ψηφοφόρων, στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, εν μέσω προεκλογικού αλαλούμ,
εντός παραδοσιακού καφενείου:
Α. - Αλλού με τρίβεις
δέσποτα, κι` αλλού έχω τον πόνο.
Β.
- Τζουμ τριαλαρί, τζουμ τριαλαρό! Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν!
Γ.
- Άλαλα τα χείλη των ασεβών.
Α.
- Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Γ.
- Πέρσι ψόφησε ο λαγός και φέτος μας εμύρισε.
Δ.
- Άλλα θέλει ο ζευγολάτης κι άλλα μελετούν τα βόδια.
Β.
- Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα.
Α.
- Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή.
Ε.
- Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρών' και μαγαρίζουν.
Γ.
- Τι σου ‘κανα και πίνεις τσιγάρο, το τσιγάρο;
Δ.
- Τι είν’ ο κάβουρας τι’ ναι το ζουμί του;
Ε.
- Αφού βλέπεις το λύκο, γιατί ψάχνεις τ'
αχνάρια;
Α.
- Ο κόσμος το έχει τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι.
Β.
- Άρες μάρες κουκουνάρες.
Γ. - Άλλα ντάλα τα μεγάλα
της Παρασκευής το γάλα.
Δ. - Ξημερώνει και βραδιάζει,
πάντα στον ίδιο τον σκοπό.
Ε. - Αλίμονο που κλαίγανε
και δάκρυα δε βγάζανε.
Δ. - Αγάπα με, μ’ όλα τα
λάθη πού ‘χω κάνει.
Α. - Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό,
παγώνει κι η αγάπη.
Β. - Πότε με τα καρύδια σου,
πότε με τον χαλβά σου, ήφερες την καλόγρια εις τα θελήματά σου.
Γ. - Η τέχνη και η πονηριά
τη νικά την αντρειά.
Ε. - Μπροστά σ’ απλώνει
χαλιά και πίσω ανοίγει λάκκο.
Δ. - Μη γενείς αρνί, για θα σε φάει ο λύκος.
Α. - Έρωτά μου
ανεπανάληπτε κι απίθανε!
Γ. - Λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
Β. - Φέρτε μου ένα μαντολίνο, για να δείτε πώς
πονώ.
Α. - Όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια.
Ε. - Το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
Δ.
- Πάρε το δαχτυλίδι μου, που γράφει τ’
όνομά μου.
Β.
- Απ' το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα.
Γ.
- Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα
παραπούλια
Ε.
- Όποιος μικρομάθει, δεν γερονταφήνει.
Α.
- Ο αράπης, ο σκύλος, ο μπλακ, ο ταμ-ταμ-ταμ.
Β.
- Το άδικο το τρως, μα δεν το χωνεύεις.
Ε.
- Κατά που στρώσεις κοιμάσαι.
Β.
- Αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη.
Γ.
- Στην αγάπη μας δεν πιστέψαμε. Καταστρέψαμε ό,τι ήταν ωραίο.
Δ.
- Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα.
Α.
- Το βαπόρι απ' την Περσία πιάστηκε στην Κορινθία.
Β.
- Όποιον έχουμε δεμένο, όπου θέλουμε τον πάμε.
Ε.
- Νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου, έχουν χτίσει φωλιά μέσα στο έρημο κι άδειο
μας σπίτι.
Γ.
- Σπίτι μου, σπιτάκι μου και φτωχοκαλυβάκι μου.
Δ.
- Όποιος δε χρωστάει, είναι αφέντης.
Β. - Το χρήμα είναι καλός
υπηρέτης, αλλά πολύ κακός αφέντης.
Ε. - Δίχως ψωμί, κανένας
νόμος δε κρατιέται.
Α. Το πουκάμισο το θαλασσί,
μια φορούσα εγώ και μια εσύ.
Γ. - Κάλλιο φτωχή
νοικοκυρά, παρά πλουσίου δούλα.
Β. - Αντί να τρίζει η άμαξα, τρίζει ο αμαξηλάτης.
Δ. - Στραβός στραβό οδήγαγε
κι ηύραν κι οι δυο το βράχο.
Α.
- Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
Β.
- Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο, καθόσουνα στο διπλανό θρανίο.
Α.
- Ο πιο καλός ο μαθητής, ήμουν εγώ στην τάξη.
Γ.
- Ο κυρ-Αντώνης, πάει καιρός που ζούσε στην αυλή μας.
Ε.
- Του Βοτανικού το μάγκα, το καλύτερο παιδί, στα μπουζούκια, στις ταβέρνες πια
κανείς δε θα τον δει.
Δ.
- Μα για ποιον να παίξεις;.. Έφυγε ο Αλέξης, όπως το ξανθό καλοκαιράκι...
Α. - Αντί για το λαγό,
έβαλε την αρκούδα.
Β. - Με τα τούμπανα δεν
πιάνονται οι λαγοί.
Δ.
- Ο καθένας, την πορδή του, μοσχολίβανο την έχει.
Ε.
- Δύο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
Α.
- Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Γ.
- Αντί να βογγάει το γαϊδούρι, βογγάει το σαμάρι.
Ε.
- Πετάει ο γάιδαρος;
Β.
- Πετάει!
Δ.
- Αν κάποτε χωρίσουμε, θυμίσου: Σεπτέμβρη σου ‘χα πει πως σ’ αγαπώ.
Γ.
- Τράβα αμαξά μου, να χαρείς, όσο πιο γρήγορα μπορείς!
Α.
- Ένα όμορφο αμάξι, με δυο άλογα.
Ε.
- Όταν ψοφήσουν τ`άλογα, τιμή έχουν τα γαϊδούρια.
Β.
- Άλλος έφαγε τα σύκα κι άλλος τ’ακριβοπληρώνει.
Γ.
- Άρχοντα, αν πιάσεις φίλο, γράψου σκλάβος να ξεγνοιάσεις.
Β.
- Σκλάβος σου για πάντα, μωρό μου.
Ε. - Για να σε εκδικηθώ, σου σκίζω τις φωτογραφίες κι εσύ όπως και
εγώ,
κομμάτια στις γωνιές και στις πλατείες.
κομμάτια στις γωνιές και στις πλατείες.
Δ. - Παπάκι πάει στην ποταμιά.
Α. - Πήραμε την κάτω βόλτα, όμορφή μου Παναγιώτα.
Γ. - Όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει.
Ε. - Οι πολλοί
καραβοκύρηδες πνίγουν το καράβι.
Γ. - Το βουνό κοιλοπονούσε
κι ένα ποντικό γεννούσε.
Β. - Από κακή κολοκυθιά
ούτε κολοκυθόσπορο.
Δ.
- Τα στερνά νικούν τα πρώτα.
Α. - Έτσι για να πω πως σε
κέρδισα, θα 'θελα μια φορά να σε πληγώσω.
Β.
- Εσύ να μου ζητάς όσα σου στέρησα κι εγώ να μην μπορώ να σου τα δώσω.
Γ.
- Ωραία που τα λες μα έλα που σε ξέρω, τα λόγια σου σαν μάγισσα τα ξόρκισα.
Δ. - Και άσε τις απειλές πως
δήθεν θα υποφέρω και να σκεφτείς ότι σαν σήμερα σε γνώρισα.
Ε. - Πώς να γλυτώσει μάτια μου ο ένας απ' τον άλλο; Πώς θες να αλλάξουμε ουρανό;
Ε. - Πώς να γλυτώσει μάτια μου ο ένας απ' τον άλλο; Πώς θες να αλλάξουμε ουρανό;
Π.Κ.Β. 11/09/2015
© Πέγκυ Βάβαλη_2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου