ΠΤΗΣΗ ΑΘΗΝΑ- ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ- ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ
Είναι εφτά και πέντε το πρωί, μπορεί ,όμως, νά ‘ναι και νωρίτερα. Με τα Σκόπια έχουμε την ίδια ώρα; Ο καπετάνιος είπε και στις δύο γλώσσες, ολλανδικά και αγγλικά, πως είμαστε πάνω από τα Σκόπια. Το είπε «Σκόπια» δύo φορές. Ένιωσα όμορφα. Στιγμιαία. Είμαι μια απόλυτα ικανοποιημένη επιβάτις αυτής της συγκεκριμένης πτήσης και - για δυόμισι ακόμα ώρες , ως το Άμστερνταμ, θα συμπαθώ αυτόν τον Ολλανδό πιλότο.
Πριν λίγο ξημέρωσε. Συγκεκριμένα, ξημέρωσε δεξιά. Εγώ κάθομαι στην αριστερή πλευρά. Στο 2Α είναι βράδυ, νύχτα. Ενώ στο 2F έχει μια έντονη πορτοκαλί ανατολή. Αυτό το μαχαίρωμα της νύχτας από τη μέρα μέσα στ’ αεροπλάνο , όσες φορές κι αν τό ‘χω δει , με συνεπαίρνει πρωτόγνωρα. Σ’ άλλα αεροπλάνα , σ’ άλλες πτήσεις , έχω γράψει λυρικά κομμάτια για τη «μισή - αεροπορική - ή - αεροπλοϊκή – ανατολή»
Σ’ αυτή την πτήση είμαι θυμωμένη και βαθιά λυπημένη. ΄Αρα, σήμερα αποκλείεται να παίξω με τη φαντασία μου και με τα σχήματα των σύννεφων. Σ’ αυτή τη μίζερη, μα , τουλάχιστο, φιλελληνική πτήση, τα σύννεφα είναι σκέτα σύννεφα. Ο ουρανός είναι γαλάζιος, αλλά τι άλλο θα μπορούσε νά ’τανε πρωί - πρωί ; Εκεί που πλησιάζει τα σύννεφα και τα βουνά , το γαλάζιο ξεθωριάζει και κατεβαίνει την κλίμακα: πράσινο, κίτρινο, πορτοκαλί, ροζ.
Φορώ το φαρδύ, μαλακό κι άνετο ροζ πουλόβερ μου. Και τα μάτια μου είναι ροζ. Όχι ροζ , κόκκινα είναι. Και τρέχουνε, συνέχεια τρέχουνε. Εδώ και αρκετές μέρες. Ευτυχώς είναι Φλεβάρης, άρα μπαίνει η Άνοιξη. Οπότε, εγώ, ως άτομο με μερικές αλλεργίες , δικαιολογούμαι νά ‘χω κόκκινα , δακρυσμένα μάτια κι ερεθισμένη μύτη. Όπως πλάνταξα στο κλάμα το Φλεβάρη, μπορώ να συνεχίσω και το Μάρτη και τον Απρίλη και...βάλε. Αυτή την Άνοιξη μπορώ νά ‘χω μια αξέχαστη « αλλεργική καταρροή» ... Όχι πως με νοιάζει να με βλέπουν οι άλλοι να κλαίω. Όμως, είναι μεγάλη αγένεια να κλαίμε μπροστά στους άλλους χωρίς λόγο. Όταν λέω « χωρίς λόγο», εννοώ όλους τους « λόγους», εκτός από απώλεια μέλους του σώματός μας ή της οικογένειάς μας. Σ’ αυτές τις δυό περιπτώσεις, ακρωτηριασμού καθώς και ορφάνιας, χηρείας κ.λ.π., θα έλεγα ότι οι καλοί τρόποι επιβάλλουν ένα γοερό κλάμα. Σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις φέρνεις τον άλλο σε δύσκολη θέση. Αισθάνεται αμήχανα. Τι να σου πει; Να σου πει « μη στεναχωριέσαι»; Αφού ,είπαμε, δεν έχεις στεναχώρια. Να σου πει για τη μάνα σου, θα του κατεβάσεις το τασάκι στο κεφάλι! Τον ρωτάς τον άλλο, κυρά μου, αν πρωί - πρωί έχει όρεξη να τρέχει στο ΚΑΤ; Να σου πιάσει το χεράκι για παρηγοριά; Μπα, κι αυτό δύσκολο. Επικίνδυνο. Κι αν εσύ, πάνω στο μελό σου, το εκλάβεις αλλιώς και παρεξηγηθείς και του ρίξεις καλαμιά, ή κλοτσιά στ’ αχαμνά; Α, Πα, Πα ! Αν, λέω πάλι, καθώς ο καλός χριστιανός σου χαϊδεύει το χεράκι, άντε και τα μαλλάκια, (γι’ αυτό, λούζεστε συχνά, παιδιά), εσύ το εκλάβεις αλλιώς, - πάντα με το δάκρυ κορόμηλο- και του αρπάξεις το βασικό του ένστικτο με το άλλο σου χέρι; Οποία η θέσις του, που μπήκε σαν την καλή χαρά στο γραφείο του, ή στο αεροπλάνο, ή όπου εσύ βρέθηκες να κλαις, , και κοντεύει να βρεθεί γυμνός, δεμένος πισθάγκωνα με το μαντίλι σου το Hermes;
Γι αυτό, επιμένω πως δεν είναι καθόλου ευγενικό μια αρτιμελής κυρία να κλαίει μπροστά στους άλλους χωρίς να προφασίζεται αλλεργία, τουλάχιστον. Λέω «κυρία», γιατί, έτσι κι αλλιώς, οι άντρες δεν κλαίνε.
...Μια φορά είδα έναν άντρα, ένα σοβαρό κύριο κάποιας ηλικίας, να κλαίει από φιλότιμο. Επειδή ένας θρασύδειλος προσέβαλε έναν άλλον άντρα... Μια άλλη φορά, είδα έναν άλλον άντρα να κλαίει βλέποντας στον υπερηχογράφο το πρώτο του παιδί,... επειδή ήταν κορίτσι... Από φιλότιμο έκλαιγε κι αυτός... Μετά είδα έναν άντρα να κλαίει, σα μωρό, από πόνο, βλέποντας μια γυναίκα να σηκώνεται ήρεμα από την καρέκλα της, να βγάζει φτερά και να δοκιμάζει να πετάξει ... Είδα , τον ίδιο άντρα, κλαίγοντας λυσσασμένα τώρα, ν’ αρπάζει την ψαλίδα του κήπου και να της κόβει τα φτερά!... Εκείνη συνέχιζε τη δοκιμαστική πτήση της, γιατί έτσι ήξερε... Χάθηκε πίσω από το βουνό... Περπάταγε πετώντας ...
Είπα τις εξαιρέσεις για να επαληθεύσω τον κανόνα. Οι άντρες δεν κλαίνε. Ούτε οι αρτιμελείς κυρίες των δυτικών κοινωνιών κλαίνε. Κυρίως αυτές που φορούν ταγιέρ κι έχουν και αυτοκίνητο. Εγώ, που έχω απ’ όλ’ αυτά κι έχω κι άλλα, κλαίω όταν οδηγώ. Αν πιάσω τον οδηγό του διπλανού αυτοκινήτου να με κοιτάει περίεργα σε κάποιο κόκκινο φανάρι, τον κοιτάω κατάματα, κάνω «αψού» και φυσάω αναιδέστατα τη μύτη μου, κοιτώντας τον σταθερά. Ανάβει πράσινο. Εγώ τό ‘χω δει. Αυτός όχι, γιατί τά ‘χει χάσει. Γκαζώνω και του φεύγω κι εκατό μέτρα μπροστά! Χα !
Είμαι στο Amsterdam, στο Schiphol Airport. Το μεγάλωσαν κι άλλο. Είχα νά ‘ρθω δυό χρόνια. Όχι πως συγκινήθηκα. Βαριέμαι θανάσιμα. Ούτε στο Duty Free δεν χάζεψα. Το Schiphol έχει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα duty frees που ξέρω. Αυτή τη φορά δεν έχω κέφι ούτε μια σαχλαμάρα ν’ αγοράσω.
Για να βοηθήσω την απαίσια διάθεσή μου, το πρωί που ξεκίνησα γι’ αυτό το μακρύ και κουραστικό ταξίδι, που καθόλου δεν επιθυμώ, ντύθηκα μ’ απαλά χρώματα. Ρόζ και γαλάζια. Μ’ αρέσουν τα απαλά χρώματα. Ιδίως στα εσώρουχα. Αυτό μπορεί νά ‘ναι και κάποιο από τα ταμπού του καλού και ηθικού κοριτσιού που κουβαλάω. Δεν έχω ποτέ διανοηθεί να φορέσω μαύρα ή έξαλλα εσώρουχα. Μου φέρνει αηδία, ή, μάλλον ντροπή η ιδέα.
Κάποτε, ένας άντρας , που νόμιζα πως ήταν ερωτευμένος μαζί μου κι εγώ με κείνον, μου χάρισε ένα μαύρο εσώρουχο. Ένα κορμάκι κατάμαυρο με νταντέλες, με βελούδα, με κορδονάκια, με το... μισό πωπώ έξω ! Τά ‘χασα. Δε μ’ ένοιαξε που ήταν κακόγουστο. Μπορεί και να μην ήταν. Μπορεί, κάτι που είναι χυδαίο, να μην είναι και κακόγουστο συγχρόνως, γιατί, ίσως, το χυδαίο είναι ισχυρότερο κι επικρατεί της κακογουστιάς, άρα, η τελευταία δεν υφίσταται... Θυμάμαι πως τάχασα τόσο, που αντέδρασα άγαρμπα. Ο άντρας -που - νόμιζε- πως - ήταν- ερωτευμένος - μαζί - μου- κι - εγώ - με - κείνον, τάχασε κι αυτός. Δεν ήταν μαθημένος να κάνει δώρα. Άρα, είχε κοπιάσει, τουλάχιστο ψυχικά, για να μου αγοράσει δώρο. Επειδή το αισθανόταν υποχρέωσή του. Πιέστηκε. ( Ενδεχομένως, χέστηκε, αλλά τώρα δε θα καταπιαστούμε με την ψυχανάλυση της ανθρώπινης μιζέριας. Μια ιστορία προσπαθούμε να διηγηθούμε κι έχουμε σπάσει τα νεύρα του αναγνώστη με τις παρεμβολές. Αυτό δεν είναι καθόλου σωστό λογοτεχνικά. Συνεχίζω. Έτσι, καθώς δεν ήταν καν σίγουρος για το αν ήθελε στ’ αλήθεια να μού αγοράσει ένα ωραίο δώρο, μπλοκάρισε η φαντασία του, κόπηκε η διάθεσή του κι ακολούθησε μια φόρμουλα κλασική και από άλλους σε άλλες, πετυχημένη. Για σιγουριά, πήρε και μια φίλη του παρέα. Οπότε, άλλος ένας άνθρωπος ήξερε πως εγώ, εκείνο το βράδυ, θα δεχόμουν το μαύρο, ξέκωλο, ακριβό κορμάκι κι ενδεχομένως, θα το φόραγα για να χαρεί και να ερεθιστεί ο καλός μου.
Από πρώτη άποψη, ένας μικρός, ανώδυνος βιασμός του ρομαντικού μου εαυτού, της νεοελληνικής μεσοαστικής μου ανατροφής και του privacy μου. (Λέω privacy, γιατί καμιά ελληνική λέξη δεν ξέρω, που να εκφράζει καλύτερα αυτή την έννοια.) Γίνομαι σκληρή κάποιες φορές. Φαίνομαι, όμως, σκληρή πολύ συχνότερα. Όταν κομπλάρω, άλλοτε μαλακώνω, κι άλλοτε σκληραίνω. Εγώ, ποτέ δεν θα φόραγα κάτι που θα μ’ έκανε να δείχνω πρόστυχη για να προκαλέσω την ερωτική διάθεση... Δεν το φόρεσα ποτέ. Είπαμε να το αλλάξουμε. Ήθελα να πηγαίναμε μαζί να το αλλάζαμε. Δεν αλλάζω ποτέ τα δώρα που δέχομαι. Αυτό έπρεπε, γιατί δεν το είχα δεχτεί. Έπρεπε νά ‘μαστε μαζί, γιατί ήθελα να διαλέξει εκείνος ένα δώρο για μένα, να μου το προσφέρει, ώστε να το δεχτώ... Τόσες παράγραφοι για ένα εσώρουχο clandestine! Ίσως ,μια μέρα, να γράψω ένα διήγημα, μια νουβέλα, με πρόστυχο τίτλο, μα καθόλου πρόστυχο περιεχόμενο: «Το Ξεδιάντροπο Μαύρο Κορμάκι» ...
Μετά από λίγο καιρό, χωρίσαμε με τον (Γιατί λέμε χωρίσαμε «με» κάποιον; Είμαστε «με» κάποιον και χωρίζουμε «από» κάποιον.)- άντρα- που - νόμιζα - ότι - ήταν - ερωτευμένος - μαζί - μου - κι - εγώ -μαζί - του. Για συντομία, θα τον αποκαλώ ,από δω κα πέρα, «ο μαύρο κορμάκι». Δηλαδή, με εισαγωγικά και αρσενικό άρθρο, θα είναι ο... που λέγαμε παραπάνω. Σε γένος ουδέτερο και χωρίς εισαγωγικά, θα είναι το αντικείμενο, το δώρο. Το καημένο το μαύρο κορμάκι, έμεινε ξεχασμένο σε μια γωνιά του σπιτιού του, μέσα στο ωραίο κουτί, με το φιόγκο του! Τέτοιο που ήταν, καλά να πάθει!
Εμείς, βέβαια, χωρίσαμε πολιτισμένα. Τι χωρίσαμε, δηλαδή; Στο τσακ που πήγαμε να νιώσουμε ζευγάρι. Μπορεί και να μην τα είχαμε «φτιάξει». Μήπως δεν τα είχαμε καθόλου; Θα σε γελάσω. Πάντως, πολιτισμένα ήταν, ό,τι κι αν ήταν.
Βέβαια, εγώ (που έχω κι έλκος, δηλαδή, έλκος στομάχου, άρα, ξέρω απ’ αυτά) ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το πνίξιμο της οργής, την καταπίεση της εκδήλωσης των αρνητικών μας συναισθημάτων, τα λέμε πολιτισμό. Ο ορισμός της λέξης «πολιτισμός» είναι άλλος. Όπως οι ορισμοί των λέξεων «περηφάνεια» και «αξιοπρέπεια» είναι διαφορετικοί από την «ασφυχτική συμπίεση των δακρυγόνων πόρων σε στιγμές ψυχικής έντασης». Ίσως, το «πολιτισμένα» σημαίνει, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, «με σεβασμό στις γενιές που θά ‘ρθουν» . Δεν σπάει κανένα βάζο ή έπιπλο, δεν γίνεται κολάρο ούτε ένας πίνακας. Άρα, οι γενιές που έπονται, βρίσκουν αντικείμενα της καθημερινής μας ζωής άθικτα, σε άψογη κατάσταση, ώστε να μελετήσουν τον πολιτισμό μας. Ενώ εμάς, μας καταταλαιπώρησαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Λαμπόγυαλο τα κάνανε! Υδρία κι ειδώλιο όρθιο δεν αφήσανε! Θρύψαλα. Στάχτη και μπούρμπερη τα κάνανε τα νοικοκυριά τους οι σοφοί! Κάτι τύποι, όμως, σαν εμένα και τον «μαύρο κορμάκι», ε, υποδειγματικοί πρόγονοι! Το όνειρο του αρχαιολόγου του 3896 !
Πολιτισμένα σταματήσαμε να βγαίνουμε. Καλά κάναμε που δε βγαίνουμε πια. Εγώ, δεν σκοπεύω να «ξαναβγώ» με κανέναν. Θα «μπαίνω» με τους άντρες, από δω και πέρα. Θα μπαίνω στην ουσία της σχέσης, θα μπαίνω στην καθημερινότητά τους, στο μυαλό τους, στη σκέψη τους. Φυσικά, κι εκείνοι θα μπαίνουν στ’ αντίστοιχα δικά μου. Το ρήμα «μπαίνω», είναι σίγουρα προκλητικό, ερεθιστικό, για τον άντρα. Εγώ κρατώ την ουσία, τη ζεστασιά του ρήματος. Μπαίνω στο σπίτι. Από το απρόσωπο έξω, στη θαλπωρή του μέσα. Μπαίνω στη σχέση: Από τον πληθυντικό του «εσύ», «εγώ», στον ενικό του «εμείς». Δεν γίνεται να βγαίνεις με κάποιον και νά ‘σαι ζευγάρι. Πρέπει να μπεις, να χωθείς βαθιά, για να γίνεις ταίρι του. Να μπεις να καλύψεις τα κενά. Η είσοδος είναι η πόρτα που επιδιώκουμε. Καλό είναι, συνεπώς, οι άνθρωποι να αλληλοεισερχόμαστε στις σχέσεις μας κι όχι να βγαίνουμε μαζί. Κάποια στιγμή, ίσως χρειαστεί να βρούμε την έξοδο. (Εξ’ άλλου, η έξοδος έπεται της εισόδου.) Τότε μόνο είναι καλό να βγούμε μαζί. Την χρονική στιγμή της λήξης, καλό είναι να προσπαθήσουμε να βρούμε την έξοδο μαζί. Ν’ ανοίξουμε και να κλείσουμε την πόρτα κόσμια και ν’ αποχαιρετιστούμε ανθρώπινα, μ’ αξιοπρέπεια.
Με τον «μαύρο κορμάκι» βγήκαμε για λίγο και μετά βγήκαμε από την πόρτα. Επειδή υπήρξαμε του «έξω», γενικά, τελικά, «βγήκαμε και σαν φίλοι». Άκου, τώρα, άλλον ορισμό: «Βγαίνω» σκέτο, θα πει : βγαίνω από το σπίτι για να διασκεδάσω. «Βγαίνω με τον / την τάδε» ,θα πει, έχω ερωτικό δεσμό με τον ή την συγκεκριμένη. «Βγαίνω μ’ ένα φίλο ή φίλη», έτσι, αόριστα, χωρίς όνομα, σημαίνει πως βγαίνω με κάποιον- κάποια, για να διασκεδάσω, χωρίς να έχω ερωτικό δεσμό, ενδεχομένως , δε, ούτε καν φιλικό μαζί του /της !
Τι κρύοι πού ‘μαστε οι άνθρωποι! Έχουμε περιορίσει ενοχλητικά τα ρήματα που χρησιμοποιούμε για να συνεννοούμαστε. Το λεξιλόγιο φτώχυνε. Εκφράζει την οικονομία και την απλοποίηση - ομαδοποίηση των συναισθημάτων μας. Μιζέρια.
Έτσι, καθώς βιαζόμαστε καθημερινά να «κάνουμε», δεν προλαβαίνουμε να «νιώσουμε». Κρίμα... Φεύγει η ζωή στα γρήγορα. Έπαψε να κυλάει. Τρέχουμε αγώνα ταχύτητας σ’ απέραντο στάδιο. Ο καθένας στον αριθμημένο του διάδρομο. Παράλληλα. Αν ακουμπηστούμε, κατά τη διάρκεια του αγώνα, θά ‘ναι ή αντιαθλητική σπρωξιά (το πιο συνηθισμένο), ή θά ‘ναι κατά λάθος και θα ζητήσουμε συγγνώμη. Αυτό είν’ όλο. Τίποτ’ άλλο. Πόσο λυπάμαι...
... Είμαι βαθιά λυπημένη σ’ αυτό το ταξίδι. Από την αρχή ,μέχρι το τέλος του. Υπήρξε άσχημο ταξίδι. Ακόμα κι η πρώτη πτήση, η «φιλελληνική», ήταν μια δική μου λάθος εκτίμηση. Ένας υπερβάλλων πατριωτισμός... Ο πιλότος δεν αναφερόταν στο κρατίδιο με την αμφισβητούμενη και προκλητική ονομασία, αλλά στη συγκεκριμένη πόλη «Σκόπια», της οποίας το όνομα δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν. Η χαρά μου, λοιπόν, ήταν ανυπόστατη κι η πρώτη μου παράγραφος λάθος. Την κρατώ γιατί μ’ αρέσει.
Π.Κ.Β.
28-02-1996[1]
[1] Αν και το είχα γράψει πριν πολλά χρόνια, νομίζω πως είναι πάντα επίκαιρο. Με συγκινεί το γεγονός ότι είναι από την εποχή που αποτύπωνα τις σκέψεις μου στο χαρτί με το μολύβι, με τον δυσανάγνωστο γραφικό μου χαρακτήρα. Είναι από τα προ-πληκτρολογίου γραπτά...
© Peggy Carajopoulou-Vavali 2010
Όμορφο κείμενο... θα έλεγα ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι σε μια σχέση, είτε φιλική είτε πιο στενή, κοιτάμε δυστυχώς να πάρουμε κάτι από τον άλλο, αυτό που μας "λείπει", αυτό που θα γεμίσει τα κενά μας, και αυτό μας στερεί ουσιαστικά από το να γνωρίσουμε βαθύτερα τον άλλο, από την ίδια δηλαδή τη ζωή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, "τρέχουμε", και όποιος τρέχει το μόνο που προλαβαίνει να δει είναι ο ίδιος ο δρόμος, στο βαθμό που χρειάζεται για να τον διαβεί και να μη τον πετάξουν έξω οι στροφές... τρέχουμε τόσο, που δεν προλαβαίνουμε να δούμε τα μέρη που περιδιαβαίνουμε,ούτε και τα πρόσωπα εκείνων με τους οποίους διασταυρωνόμαστε.
και στο τέλος τι μένει; ένα ατέρμονο, εξαντλητικό τρεχαλητό, δίχως τέλος...
κι αυτό το λέμε "Πολιτισμό" και "πρόοδο" κι "επιτυχία"...
το μόνο που πετύχαμε, είναι να γεμίσουμε τον "όμορφο" κόσμο μας με βιαστικούς κυνηγους. και η τεράστια "πρόοδος" που μας διαφοροποιεί από τους "απολίτιστους" προγόνους μας είναι ότι δεν κοιμόμαστε σε σπηλιές και δεν κυνηγάμε ομαδικά...
Σωστά, Ίκαρε! Όσο για την "ανάγκη" που νιώθουμε να μας συμπληρώνουν οι άλλοι, σύντροφοι, φίλοι, κτλ, ο Άλαν Κόεν, μιλώντας για την πληρότητα που εις έκαστος πρέπει να επιδιώκει εντός εαυτού, λέει πως θα έπρεπε το 'έταιρον ήμισυ" να το αποκαλούμε "έταιρον όλον".
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο το κείμενο Πέγκυ μου…
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα κείμενο σύμπαν μια και κάθε σημείο μπορεί να το πάρεις για κέντρο, αφού κάθε λέξη, κάθε αράδα κάθε αίσθημα έχει βαρύτατη σημασία και απαιτεί όλη σου την προσοχή όχι μόνο γιατί διακυβεύεται η κατανόηση και η αξία του κειμένου αλλά γιατί έτσι είναι φτιαγμένο αυτό το φαινομενικά εξομολογητικό κείμενο. Πρόκειται ωστόσο για μια ακολουθία συνειρμών σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, όπου από τη μια σκέψη στην άλλη περνάς από το γέλιο στο δάκρυ, στην αφήγηση, σε ένα κουβάρι που τυλίγει και ξετυλίγει το νόημα της ζωής.
Από την ομορφιά της φύσης και του «αεροπορικού ηλιοβασιλέματος», τα πάθη μας με τα ονόματα τις ταυτότητες και την Ιστορία, τα συναισθήματα και τα δάκρυα που ξεχυλίζουν και την περίφημη έννοια privacy που δεν μεταφράζεται στα Ελληνικά, μέχρι τους αναστοχασμούς στην αγάπη την επικοινωνία, τη φιλία τον έρωτα το χωρισμό και τελικά την οριστική αποχώρηση από τη σκηνή…
Το διάβασα με πολλή προσοχή, και χωρίς αντίσταση…Δεν μπορείς να αντισταθείς σε ένα τέτοιο κείμενο, εξομολογητικό, τρυφερό, γραμμένο με χιούμορ – που σου αποκαλύπτει φαινομενικά τις προθέσεις του – διαβάζω: ταξίδια, σχέσεις – αλλά στην πραγματικότητα σαν σφουγγάρι αφήνει να τρέξει από κάθε πόρο του η πολύτιμη ουσία της δυσκολίας, της ομορφιάς, αυτού του ζορίσματος που νιώθει ο άνθρωπος για να εντάξει τον εαυτό του στον κόσμο…στο σύμπαν…στο κείμενο…
Καλή σου νύχτα Πεγκ καρδούλα!
Εναυσματική ευλογία, το σχόλιό σου, Πόλυ μου καλή! Η γενναιοδωρία των λόγων σου, συγκινητική! Μια μεγάλη αγκαλιά, για καληνύχτα και πολλά μεταξύ μας ωθητικά σκουντήματα για ένα συνεχές ξημέρωμα!
ΑπάντησηΔιαγραφή