Κι όπως
έκανε βαρελάκια κι άλλα ακροβατικά κολπάκια στην ωραία κατηφόρα, που τελειωμό
δεν είχε, είχε απορροφηθεί τόσο από την διασκεδαστική τσουλήθρα, που δεν
παρατήρησε πως είχε κυλήσει τόσο χαμηλά, που ο ουρανός ήταν δυσδιάκριτος.
Επειδή,
όμως, καθώς κυλιόταν, όλο και πιο χαμηλά, την γαργαλούσαν οι άκρες από τα
χορταράκια, από τα τριφυλλάκια και από τα λουλουδάκια, αυτή η ανέμελη χώρα,
γινόταν όλο και πιο γαργαλοχαρούμενη, ώσπου άρχισαν να τσιμπάνε τον ποπό της
κάτι μικρά αγκαθάκια.
Ήταν
ενοχλητικά, τα αγκαθάκια, αλλά μοσχοβόλαγε τόσο μεθυστικά το γρασίδι κι ήταν
τόσο μαλακό και δροσερό, που η γλεντζού κωλοτουμποχώρα συνέχιζε να διασκεδάζει
με την πτώση της, παρακάμπτοντας, τόσο τον πόνο από τα τσιμπήματα, όσο και τις
γδαρσιματιές.
Ώσπου, κάποια στιγμή, τελείωσε το κουτόχορτο, η κλίση της κατηφόρας έγινε απότομη και γεμάτη πέτρες και οι μικροεκδορές από τ’ αγκαθάκια έγιναν μολυσμένες τομές και κακοφορμισμένα σημάδια στο, κάποτε ωραίο, δέρμα της. Το όμορφο φουστάνι της ξεσκίστηκε. Απογυμνωμένη από τα φτιασίδια και τα στολίδια της, τώρα έπεφτε σ’ έναν άγριο γκρεμό, με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα.
Τότε, βαριά
τραυματισμένη και μέσα στην άβυσσο του εχθρικού γκρεμού, σκέφτηκε να φωνάξει
«βοήθεια!», με την αδύναμη, πια, φωνή της. Πιάστηκε από την αιχμηρή άκρη ενός
βράχου, με το ένα χέρι και με το άλλο, έσκισε ένα ασπρογάλαζο, ματωμένο
κουρελάκι απ’ ό,τι είχε απομείνει από το μεταξωτό της φουστάνι και το κούναγε
απεγνωσμένα.
Πάνω από
τον γκρεμό, εκείνη την ώρα, πέρναγε ένα ελικόπτερο. Μόλις άκουσε τον θόρυβο, η
καταγκρεμισμένη χώρα, με μεγάλη δυσκολία σήκωσε το κεφάλι ψηλά και είδε, αυτό
που θεώρησε σωτηρία της, να πετάει στο μικρό κομμάτι ουρανού που της ήταν
ακόμα, για λίγο, ορατό.
Το ελικόπτερο
το οδηγούσε ο γιός ενός αρχιμαφιόζου και μετέφερε τον μπαμπά του και δύο μέλη
της σπείρας τους. Το ελικόπτερο δεν είχε θέση, ούτε δυνατότητα να πάρει άλλον
επιβάτη. Μόλις, όμως, οι επιβάτες του είδαν ότι από τον βράχο κρεμόταν μια
ξεβράκωτη τραυματισμένη καλλονή, γέλασαν και τα μουστάκια τους!
«Κοίτα
τύχη!», είπε ένα από τα ρεμάλια και ξεγελώντας την ότι θα τη σώσουν, της έριξαν
ένα ομαδικό βιασμό κι όταν ικανοποιήθηκαν κι οι τέσσερεις, της έδωσαν μια
κλωτσιά και χάζευαν, από ψηλά, την απεγνωσμένη της προσπάθεια να πιαστεί από
τον επόμενο βράχο, καθώς κουτρουβαλιαζόταν.
Η
κατρακυλοχώρα, στην απόγνωσή της και λόγω του ότι ήταν ελαφρόμυαλη, όπως
καταλάβαμε από την αρχή του παραμυθιού, βαυκαλιζόταν ότι οι πολλαπλοί βιασμοί
ήταν, ίσως, χάδια και φροντίδα στις πληγές της, ενώ τους βιαστές της του
φαντασιωνόταν για σωτήρες. Επίσης, το «Θα επιστρέψουμε, να συνεχίσουμε.» δεν το
εξέλαβε ως απειλή, αλλά ως υπόσχεση λύτρωσης.
… Κι όλο
κατρακύλαγε στον γκρεμό, περιμένοντας την βοήθεια εξ’ ουρανού και μέχρι να νυχτώσει,
δεν είχε περάσει από το μυαλό της ότι η μόνη της σωτηρία θα ήταν η επίπονη κι
επικίνδυνη ανάβαση του γκρεμού. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι, από τον βέβαιο
θάνατο, μετά των μαρτυρίων των αλλεπαλλήλων βιασμών, ήταν προτιμότερο το ρίσκο
της μοναχικής ανάβασης του εχθρικού γκρεμού, με ματωμένα χέρια και πόδια κι
όπου έφτανε, ας έφτανε, αν έφτανε. Κι αν ήταν να πεθάνει από τις πληγές της, ας
πέθαινε με το φως της ελπίδας και – κυρίως – της βούλησης για τη σωτηρία της.
Η νύχτα
είχε μόλις αρχίσει να πέφτει. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να πυκνώνει. Η
κουρελοχώρα είχε καταφέρει να ξαποστάσει σ’ ένα πλάτωμα του βράχου. Είχε μπροστά της μια μεγάλη νύχτα για να
σκεφτεί. Είχε μπροστά της μια μεγάλη σκοτεινή νύχτα κατά τη διάρκεια της οποίας
είχε την υποχρέωση να κρατηθεί ξύπνια.
Τα κατάφερε
να κρατηθεί ξύπνια, ή αποκοιμήθηκε;
Θ’
αποφασίσει, άραγε, ν’ ανέβει τον γκρεμό, ή θα περιμένει, άβουλο θύμα, τους
βιαστές να την αποτελειώσουν;
Από το
παραμύθι αυτό, λείπουν οι τελευταίες σελίδες, οπότε μένει στον αναγνώστη η
δυνατότητα να δώσει ένα καλό ή ένα κακό τέλος στην ατελή ιστορία.
Π.Κ.Β. 21/03/2016
©
Κείμενο και Φωτογραφίες: Πέγκυ Βάβαλη_2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου