Αγαπητό μου Ημερολόγιο,
Δευτέρα, 23 του μυρωδάτου Μάη του μεταβατικού και
ολισθηρού έτους 2011, που μετετράπη «μαγικά» σε Ναδίρ Εντίμων Πολιτών. Ξύπνησα
με ζαλάδα και υπόταση, σήμερα το πρωί, διότι είχα κοιμηθεί αγχωμένη. Ο ύπνος
μου και τα όνειρά μου διακόπτονται τα βράδια, όχι από τους Μαδριλένους, τους
οποίους ζηλεύω, αλλά από τους μανδαρίνους που, προς ώρας, αδυνατώ να απολύσω
και να θέσω σε διαχεσιμότητα. (σημ. δεν είναι πληκτρολογικό λάθος, το ουσιαστικό).
Αλληλοσυμβουλεύονται στρογγυλοκαθισμένοι γύρω από ένα μακρινάρι, προς το οβάλ,
τραπέζι, διαβουλεύονται με βαρβάρους, ομιλώντες την βαρβαρικήν καλύτερα από την
Ελληνικήν και επιβουλεύονται το βιός μου, την ευημερία μου και την ψυχική και
σωματική μου υγεία, καθώς επίσης και το μέλλον των απογόνων μου, με ιλιγγιωδώς
αυξανόμενο μένος.
Οι Τριακόσιοι, που δεν είναι του Λεωνίδα, κι
άλλοι τόσοι κι άλλοι τόσοι και μερικοί ακόμα, άρρηκτα, όπως φαίνεται,
συνδεδεμένοι μεταξύ τους – κάτι σαν αδελφοποιτοί ή ομερτάδες – πάνε κι
έρχονται, δικοίς μου εξόδοις, φέρνοντάς μου ολοένα και χειρότερα μαντάτα από
ξένους ανθρώπους που αποφασίζουν για μένα χωρίς την εξουσιοδότησή μου και εμένα
με πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Επαναλαμβάνω, με θλίψη και αγωνία, εκείνο
που σού έλεγα πριν κάτι μήνες. «Τσιφλίκι τους την έχουν κάνει την πατρίδα μου
οι υπάλληλοί μου, οι υπάλληλοι των υπαλλήλων μου, οι συγγενείς τους - εξ'
αγχιστείας και εξ' αίματος - και οι κάθε είδους εμπλεκόμενοι στον ιστό αυτής
της μαύρης-χήρας αράχνης, η οποία έχει εγκλωβίσει στον τεράστιο ιστό της και
την πίτα που ζύμωνα με τα χεράκια μου και έψηνα τόσους αιώνες και το μαχαίρι
που κράταγα στο χέρι μου για να μοιράζω τα άφθονα κομμάτια της και να
χορταίνουμε όλοι.»
Ντρέπομαι που άρχισα να συνηθίζω στην τεχνητή
και τεχνιέντως πεταμένη στα μούτρα μου ανέχεια. Σαν σκύλος του Παβλόφ που του έχουν βάλει νέφτι,
τρέχω δεξιά κι αριστερά, πάνω – κάτω, μέσα – έξω, για να τα φέρω βόλτα,