Ωραίο το φουστάνι σου, Γιώργο μου! Δε λέω, ωραίο φουστανάκι,
αλλά στενό, βρε παιδί μου! Πολύ στενό μού πέφτει. Τσουρούτικο, που έλεγε κι η
γιαγιά μου. Θα μού πεις, εσένα σ’ αρέσουν τα στενά. Όχι, Γιωργάκη μου, δεν σ’
αρέσουν τα στενά! Σε παρατηρώ, χρόνια τώρα. Ξέρω εγώ. Τα κολλητά σ’ αρέσουν.
Άλλο το κολλητό, η λύκρα του ποδηλάτη – που γίνεται ένα με το γραμμωμένο του
κορμί – άλλο το ολόσωμο μαγιουδάκι του μαραθωνοδρόμου κι άλλο το τόσο δα
φουστανάκι, το χασεδένιο, που επιμένεις να μού φορέσεις. Ούτε καν από τσιτάκι
δεν μού το’ραψες. Πολύ αραιή η ύφανση, Georgie-Porgy μου, σαν γάζα για πληγές, σαν επίδεσμος. Σάβανο στενό,
κακοραμμένο και προκάτ. Πρέπει να αποστεωθώ για να το φορέσω, άσε που είναι και
διαφανές και ντρέπομαι!
Και το παπούτσι ωραίο είναι, αλλά είναι μέγεθος προνηπίου
και στενό και δυσκολοφόρετο, σαν να πρόκειται να με κάνεις γκέισα παλαιάς κοπής.
Επίσης είναι μονό. Ένα παπούτσι – ούτε δεξί, ούτε αριστερό – που φοριέται (αν
καταφέρω να σφηνώσω το ποδαράκι μου μέσα) είτε ως δεξί , ή ως αριστερό,
ανάλογα. Το να βάλω αμφότερα τα πόδια μου στο ένα παπούτσι που μού προτείνεις
είναι αδιανόητο, γιατί – το είπαμε ήδη – ούτε το ένα που πατουσάκι δεν χωράει
μέσα. Άχρηστο, Γιώργο μου, άχρηστο. Πεταμένα λεφτά!