- Μαμούλα μου μικρή, μαμούλα μου γλυκιά… Κόλλησαν οι βεντουζίτσες.
- Παραμύθι, μαμούλα! Πού πήγε η Γαλάζια Νεράιδα;
… Ήταν, μια φορά κι έναν καιρό, μια μικρή, τόση δα, γαλάζια νεραϊδούλα. Πιο μικρή κι από το μικρό μου δαχτυλάκι. Ζούσε στο δικό της αστέρι. Μικρούλι κι αυτό, στα μάτια τα δικά μου, μα μεγάλο, κόσμος ανεξερεύνητος, για κείνην. Δεν θά ‘ταν μεγαλύτερο, τ’ αστέρι της, από το δωμάτιο αυτό. Ναι, αν ήταν το δωμάτιό μου σφαιρικό, θα ήταν ολόιδιο, σε μέγεθος, με το μικρό γαλάζιο πλανήτη. Ήταν τόσο μεγάλος, ο κόσμος της, που δεν το’ ξερε πως ήταν σα μια τεράστια μπάλα. Τον νόμιζε επίπεδο. Σαν ταψί. Είχε βουνά, δάση, ποτάμια, λίμνες και μια θάλασσα πλατιά, έναν ωκεανό, δηλαδή. Με ψάρια καλά και κακά. Με κοχύλια στις αμμουδιές και στο βυθό. Είχε και χταπόδια και καβουράκια. Όλα σε μέγεθος ανάλογο με τη μοναδική κάτοικο του πλανήτη. Όλα στα μέτρα της. Αρμονικά.
Εκτός του ότι ο… «μονοκάτοικος» πλανήτης δεν είχε πληθυσμό, (διότι θα ήταν αστείο να λέγαμε Πληθυσμός του Τοσοδούλη Γαλάζιου Πλανήτη: 1.), δεν είχε ούτε σπίτια. Οι νεράιδες, όσο μικρές κι αν είναι, δεν χωράνε σ’ ένα σπίτι. Σε κανένα σπίτι δεν χωράνε, όσο μεγάλο κι αν είναι. Έτσι, η Αζουλένια, αυτό ήταν τ’ όνομά της, άλλοτε κοιμόταν στη σκιά ενός δέντρου, με προτίμηση στη γιαπωνέζικη κερασιά, ιδίως την Άνοιξη, άλλοτε κοιμόταν στην όχθη του ποταμού, ή, κάτω από έναν βράχο στη θάλασσα κι άλλοτε δεν κοιμόταν καθόλου. Οι νεράιδες, δεν είναι σαν εμάς τους ανθρώπους, που πρέπει να κοιμόμαστε κάθε βράδυ και να ξυπνάμε κάθε πρωί. Μπορούν να μην κοιμηθούν για χρόνια ολόκληρα. Άλλες φορές, πάλι, μπορούν να πουν: «Ας ξαπλώσω, λιγάκι…» και να τις πάρει ο ύπνος, για μερικούς μήνες. Όταν ξυπνήσουν, νιώθουν σαν να πήραν ένα μεσημεριανό υπνάκο. Ο χρόνος είναι τελείως διαφορετικός γι’ αυτές. Μια νεράιδα, μπορεί να θυμώσει που την καθυστερείς ατέλειωτα, αν την κάνεις να περιμένει για τρία δευτερόλεπτα! Και μπορεί να σου ξαναεμφανιστεί του χρόνου, λέγοντάς σου: «Έρχομαι αμέσως»! Ο νεραϊδοχρόνος, είναι μια έννοια, τελείως ακατανόητη για το ανθρώπινο μυαλό.
Μια μέρα, καθώς περπάταγε στην παραλία, τσουπ!, της δαγκώνει το μικρό γαλάζιο ποδαράκι, ένα καβουράκι. Πόσο πολύ τρόμαξε! Θύμωσε κι όλας! «Παλιοκαβουράκι, θα σου δείξω εγώ!» Ταπ!, του δίνει μια με το ραβδάκι της!… Στο δεξί της χέρι κράταγε, πάντα, το νεραϊδικό ραβδάκι. Έχουν κι οι νεράιδες δεξιόχειρες κι αριστερόχειρες. Η Αζουλένια, ήταν δεξιόχειρ νεράιδα. Το λεπτό ραβδάκι της, ήταν κρυστάλλινο, γεμάτο μ’ ασημογαλαζόσκονη. Κάθε που το κούναγε, η ασημογάλαζη σκόνη γινόταν σαν χιλιάδες, μυριάδες, διαμαντάκια. Όταν ήταν στα κέφια της, σκόρπαγε λίγη νεραϊδόσκονη και γέμιζε ο τόπος κι ο ουρανός της από εκατομμύρια αστεράκια. Α!, πόσο πολύ της άρεσε αυτό το νεραϊδόκολπο! Έβαζε τα γέλια! (Το γέλιο από τις νεράιδες, ακούγεται σα γλυκός ήχος από κρυστάλλινα και πορσελάνινα καμπανάκια, με ασημένια κουδουνάκια.) Όταν ήταν χαρούμενη, άγγιζε τα λουλούδια του πλανήτη, με το ραβδάκι της κι από το σημείο της επαφής, ξεκίναγε ένα ουράνιο τόξο… Το καβουράκι, έμεινε ξερό. Στενοχωρήθηκε, η Αζουλένια. Μήπως του έκανε κακό; Απομακρύνθηκε λίγο, μην την ξαναδαγκώσει κι όλας και του’ στειλε ένα φιλάκι. Αμέσως, το βρωμοαπαισιοπαλιοκαβουράκι, εξαφανίστηκε τρέχοντας, κάτω από κάτι βοτσαλάκια…
Μια άλλη φορά, καθόταν κάτω από την ανθισμένη κερασιά. Τι όμορφη, που ήταν, με τα λουλουδάκια της! Όμως, η Αζουλένια πείναγε για κεράσια κι αυτά, ήταν ακόμα λουλούδια. Κάνει ένα ταπ!, με το ραβδάκι της κι αμέσως, εκείνο το κλαδί του δέντρου, γέμισε ολόγλυκα, γινωμένα σφιχτά κεράσια! Γέμισε κι η γαλάζια κοιλίτσα της, με κατακόκκινες μπαλίτσες! Κοιμήθηκε ευχαριστημένη και προπάντων, χορτάτη, εκείνο το απόγευμα. «Από- Γεύμα», ήταν για τη νεραϊδίτσα. Δηλαδή, μετά από το γεύμα. Ενθουσιάστηκε με το νεραϊδοσυλλογισμό της! Είδε και όνειρο, στον ύπνο της, πως ήταν, λέει, μια σοφή και χορτάτη μεγάλη νεράιδα.
Μη με ρωτήσετε πώς γινόταν κι ο γαλάζιος πλανήτης είχε κόκκινα κεράσια. Είναι αυτονόητο, πως τ’ όνομά του, το είχε πάρει από την ιδιοκτήτρια και μοναδική του κάτοικο κι όχι από τη… μονοχρωμία του. Ο γαλάζιος πλανήτης ήταν πολύχρωμος.
Μόνο όταν εκείνη ήταν στεναχωρημένη, γινόντουσαν όλα γαλάζια. Τα ματάκια της γέμιζαν γαλάζια δάκρυα κι όλος ο κόσμος, έπαιρνε να γαλαζίζει. Όπου και να κοίταζε, έβλεπε γαλάζιο. Έτσι, αντιλαμβανόταν πως όλη η Φύση μελαγχολούσε μαζί της και γινόταν μονόχρωμη. Ποτέ δεν κατάλαβε πως έβλεπε τον κόσμο έτσι, πίσω από τα γαλάζια δακρυάκια που έτρεχαν από τα ματάκια της…
Τι νά’ ταν, άραγε, αυτό που στενοχωρούσε τη νεραϊδούλα; Διάφορα γεγονότα και καταστάσεις, την έκαναν χαρούμενη, ή λυπημένη, ή,… και τα δυο. Δεν υπήρχαν συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία πάντα να της προκαλούν το ίδιο συναίσθημα. Ας πούμε, να, για παράδειγμα, ένα απόγευμα, ένα συννεφάκι έγινε βροχή, στο ξέφωτο του δάσους, που καθόταν η Αζουλένια. Συγκεκριμένα, έβρεξε, ακριβώς, κάτω και γύρω από το σημείο που καθόταν η κι έπαιζε με τις πασχαλίτσες της. Έπεσαν λίγες σταγόνες βροχής και τις ρούφηξε, αμέσως, το χώμα. Η Αζουλένια, έβαλε τα μπλε κλάματα. Έκλαιγε με μπλε δάκρυ! «Α!, η βροχή έπεσε στο χώμα και χάθηκε! Α! Πέθανε η βροχή…» Θρηνούσε, μέχρι το βράδυ, το θάνατο της βροχής. Για ατέλειωτες νεραϊδοώρες, ο κόσμος της ήταν δυστυχισμένα κι αγιάτρευτα μονόχρωμος…
Μια άλλη μέρα, όμως, που έβρεξε κι ήταν, πάλι, καθισμένη στο ίδιο ξέφωτο του δάσους, ξεκαρδίστηκε στα γέλια, για τον ίδιο, ακριβώς, λόγο! Επειδή το χώμα απορρόφησε τις σταγόνες της βροχής! « Πονηρούλα μου, βροχούλα μου, πού κρύφτηκες; Θα σε βρω ζαβολιαρίτσα!… Άλλη μια σταγονίτσα πέφτει. Νάτη! Θα την προλάβω, πριν μου κρυφτεί! Παλιοπονηροσταγονίτσα, πάλι σ’ έχασα!» Όσην ώρα ψιλόβρεχε, εκείνη έπαιζε κρυφτό. Ξετρελαμένη, με τις βροχούλες που κρυβόντουσαν στο χώμα! Ο πλανήτης γέμισε από τη μελωδία του καμπανιστού της γέλιου…
Πόσο όμορφη ήταν, όταν έτρεχε, πάνω-κάτω, χαρούμενη! Τα γαλάζια μαλλάκια της, που ήταν πιο μακριά από το μπόι της- πολύ πιο μακριά-, γινόντουσαν, άλλοτε σύννεφο που την τύλιγε κι άλλοτε πέπλο που την ακολουθούσε. Αν, τρέχοντας, σταμάταγε απότομα, τα γαλάζια μαλλιά της την τύλιγαν, κρύβοντάς την. Σα μαγική εικόνα… Και το φορεματάκι της ήταν όμορφο. Μακρύ, γαλάζιο, φυσικά, με πολλές κορδέλες και πολλές γαλάζιες δαντέλες. Φόραγε και παπουτσάκια. Τα ξωτικά είναι ξυπόλυτα. Οι καθώς πρέπει νεράιδες, φοράνε κρυστάλλινα γοβάκια, χωρίς τακούνι. Τακούνι είχαν τα γοβάκια της Σταχτοπούτας, αλλά εκείνη ήταν άνθρωπος, που είχε για νονά, μια νεράιδα. Εντελώς διαφορετική περίπτωση. Τα γοβάκια, λοιπόν, της Αζουλένιας, ήταν σαν παπουτσάκια μπαλέτου, αλλά, από κρύσταλλο. Γαλάζιο κρύσταλλο. Περπάταγε πάνω στο αστέρι της κι ακουγόταν αυτό το υπέροχο γκλιν-γκλαν, από τα βηματάκια της. Δεν χρειάζεται να πούμε πως ποτέ, μα ποτέ, δεν έσπαγε το νεραϊδοκρύσταλλο και ποτέ, μα ποτέ, δεν σκιζόταν το νεραϊδοφόρεμα… Αυτές οι ζημιές, συμβαίνουν μονάχα στον Πλανήτη Γη, που έχει όνομα, χωρίς να ανήκει σε κάποια νεράιδα…
Π.Κ.Β.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου ΚΙΤΡΙΝΟ ΦΟΡΕΜΑ ΣΟΥΕΝΤ, Κεφ.9, (2004)
© Peggy Carajopoulou-Vavali 2004
Πανέμορφο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ χώρος, ο χρόνος και το χρώμα, ιδιαίτερα και σχετικά για τον καθένα μας, "αλλάζουν" και για μας κάθε στιγμή που ζούμε.
Ίσως η κάθε ύπαρξη στον πλανήτη είναι μια μοναδική νεράιδα, με το δικό της χρώμα και τον δικό της "πλανήτη".
Μου αρέσει που η Αζουλένια βλέπει και ζει το δικό της πλανήτη και χρώμα. Μου αρέσει που έχει επίγνωση για της άλλες νεράιδες όμως.
Ας απολαύσει τότε ο καθένας μας τον κόσμο τον δικό του, το χρώμα που του αρμόζει ενώ ταυτόχρονα έχει το μυαλό και τα μάτια ανοιχτά, βλέποντας και τους άλλους κόσμους, τα άλλα χρώματα και τις άλλες νεράιδες.
Ευχαριστώ για άλλο ένα υπέροχο διάβασμα.
Στέφανος
"Οι νεράιδες, όσο μικρές κι αν είναι, δεν χωράνε σ’ ένα σπίτι. Σε κανένα σπίτι δεν χωράνε, όσο μεγάλο κι αν είναι"
ΑπάντησηΔιαγραφήΜ' αρέσουν οι νεράιδες σου. Ξέρουν πού ανήκουν και.. διαλέγουν τους πλανήτες τους.
Ένα από τα πιο γλυκά κομμάτια του βιβλίου σου, Πέγκυ μου, που είναι γεμάτο τρυφεράδα και ζεστασιά.
Eυχαριστώ, εκ μέρους της Αζουλένιας μου, για τις όμορφες λέξεις που ζωγραφίσατε για μάς. Στέφανε και Χριστίνα, είστε ευπρόσδεκτοι στον γαλάζιο πλανήτη μας, ο οποίος αυξάνεται σε μέγεθος, ανάλογ με τους καλεσμένους της μικρής του κατοίκου. Γαλαζοαγκαλιές αζουλένιες!
ΑπάντησηΔιαγραφή